- ἐναντίος
- ἀντίος, ά, ον / ἐν|αντίος, ά, ον напротив; супротив сущ. противник, враг
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἐναντίος — opposite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
ενάντιος — α, ο επίρρ. α 1. αντίθετος, αντιμέτωπος: Έχουμε ενάντιο το ρεύμα του ποταμού. 2. ανάποδος, αντίξοος, εχθρικός: Όλα ενάντια μου ήρθαν. 3. διάφορος, διαφορετικός, ασύμφωνος: Είναι ενάντιοι χαρακτήρες. 4. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., ενάντια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντιώτερον — ἐναντίος opposite adverbial comp ἐναντίος opposite masc acc comp sg ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντία — ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑναντίος — ἐναντίος , ἐναντίος opposite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτάτω — ἐναντίος opposite masc/neut nom/voc/acc superl dual ἐναντίος opposite masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτάτων — ἐναντίος opposite fem gen superl pl ἐναντίος opposite masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιώτατα — ἐναντίος opposite adverbial superl ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιώτατον — ἐναντίος opposite masc acc superl sg ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίαι — ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)